Ἡ πίστη στόν Θεό καί ἡ συμμετοχή του στήν κοινή Θεία Λατρεία (κυρίως στήν τέλεση τῆς Θείας Εὐχαριστίας) ἀποτελοῦν γιά κάθε Χριστιανό, πού θέλει νά εἶναι ἐνεργό μέλος τῆς Ἐκκλησίας, δύο «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ» προϋποθέσεις γιά τή Χριστιανική του ἰδιότητα καί ζωή. Ὅπως ἡ ὑλική τροφή εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή συντήρηση καί ἀνάπτυξη τοῦ σώματος, ἔτσι καί ἡ συμμετοχή στή Θεία Λειτουργία εἶναι ἀπαραίτητη γιά τή συντήρηση καί τήν πρόοδο τοῦ πνευματικοῦ ὀργανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.Ὁ ἱερός ναός ἀποτελεῖ τόπο παρουσίας τοῦ Θεοῦ καί διανομῆς τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως ἀρχικά ὑπῆρξε στήν πρώτη Ἐκκλησία τό ὑπερῶο τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τῆς Πεντηκοστῆς. Οἱ πιστοί τῆς \δόν ἐπί τό αὐτό» ἐκφράζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί εἰκονίζουν τήν ἀρξαμένη «Βασιλεία τοῦ Θεοῦ», τῆς ὁποίας τά ἀγαθά ἀρχίζουν νά προγεύονται.Αὐτή τήν ἀλήθεια καί πραγματικότητα ὑποδηλώνουν οἱ Πατέρες τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου (691 μ.Χ.), οἱ ὁποῖοι μέ εἰδικό κανόνα παραγγέλλουν νά ἀποκόπτεται (δηλ. νά ἀφορίζεται) ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας κάθε Χριστιανός, πού χωρίς σοβαρό λόγο ἀπέχει τῆς κοινῆς λατρείας (Θείας Λειτουργίας) γιά τρεῖς συνεχεῖς Κυριακές.Ὁ τακτικός ἐκκλησιασμός δέν πρέπει νά ἀποτελεῖ γιά κάθε πιστό μία καλή συνήθεια, ἕνα τυπικό θρησκευτικό καθῆκον, μία κοινωνική ὑποχρέωση, ἤ ἀκόμα μία ψυχολογική διέξοδο ἀπό την ἀσφυκτική μονοτονία τῆς καθημερινότητας. Αὐτό το τελευταῖο εἶναι σύμπτωμα μίας ἐπικίνδυνης ἀσθένειας, τῆς ἐκκοσμίκευσης.Ἀντίθετα, ὁ συνειδητός Χριστιανός, μέ τήν προσέλευσή του στόν ναό, ἐκφράζει μία ζωτική ὑπαρξιακή του ἀνάγκη. Τήν ἀνάγκη νά ζήσει αὐθεντικά. Νά συναντηθεῖ μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς του, τόν Δημιουργό του, νά Τόν ἀκούσει, νά Τόν δοξολογήσει, νά Τόν εὐχαριστήσει. Νά τοῦ ἀνοίξει τήν καρδιά του καί νά τοῦ ζητήσει λύση γιά τά προβλήματά του. Νά ἑνωθεῖ μαζί του, μέσω τῆς θείας κοινωνίας. Ἐπιπλέον, μπορεῖ νά ἐκφράσει τήν εὐλάβεια καί τήν ἀγάπη του στήν Παναγία μας καί στούς Ἁγίους. Νά τούς νοιώσει δίπλα του συναγωνιστές καί πνευματικούς ἀδελφούς του.Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πού μεταλαμβάνει στή Θεία Λειτουργία, τόν κάνουν νά αἰσθάνεται «συμπολίτης τῶν Ἁγίων καί οἰκεῖος του Θεοῦ», τόν καθαρίζουν ἀπό κάθε μολυσμό σαρκός καί πνεύματος, τόν ἁγιάζουν, τόν χαριτώνουν, τόν συμφιλιώνουν μέ κάθε συνάνθρωπό του καί τόν κάνουν νά αἰσθάνεται τήν πληρότητα τῆς Ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς. Ἔτσι, ἀναχωρεῖ ἀπό τόν Ναό τοῦ Θεοῦ ἀνανεωμένος, ἀνακαινισμένος, μέ δύναμη καί ἀπόφαση νά ἀντιμετωπίσει τήν ζωή σύμφωνα μέ τό Θεῖο θέλημα. Βλέπει, μέ τήν προοπτική τῆς αἰώνιας ζωῆς, τήν προσωρινότητα καί τήν φθαρτότητα τοῦ καθημερινοῦ του βίου Στίς μέρες μας, ὁ θόρυβος τοῦ κόσμου γεμίζει σύγχυση τήν ψυχήμας.Τόψεύτικο καί ἀπατηλό τῶν σύγχρονων εἰδώλων, διαψεύδει ἀπό παντοῦ τίς ἀνθρώπινες ἐλπίδες καί ἀφήνει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου διψασμένη γιά κάτι γνήσιο καί αὐθεντικό. Ἒτσι, παρατηροῦμε ὅτι τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθόδοξη λατρεία αὐξάνεται διεθνῶς, καθώς πολλοί ἀνακαλύπτουν σ’ αὐτή ἕνα πραγματικό νόημα. Καί στόν χῶρο τῆς ἑτερόδοξης Δύσεως καί ὄχι μόνον, ἀλλά καί στήν Ἀσία καί στήν Ἀφρική, ὅπου ὑπάρχουν Ὀρθόδοξες Ἱεραποστολές, τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ὀρθόδοξη λατρεία αὐξάνεται Ἐν τούτοις στόν δικό μας χῶρο, οἱ περισσότεροι Ὀρθόδοξοι ἀδελφοί μας ἀπουσιάζουν συστηματικά ἀπό τη Θεία λατρεία. Εἶναι φανερό ὅτι πολύ λίγοι ἀπό τούς ἀπόντες ἔχουν καταλάβει τήν ἀξία τῆς Ὀρθόδοξης Θείας Λειτουργίας. Oi ὁμιλίες τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου τοῦ μεγάλου πατρός καί Διδασκάλου τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, πού συνέδεσε τό ὄνομά του καί τήν ζωή του μέ τή Θεία Λειτουργία. Οἱ σκέψεις του καί οἱ παραινέσεις του εἶναι πάντα ἐπίκαιρες καί ἐφαρμόσιμες σέ κάθε ἐποχή. Διαπιστώνει ἔτσι εὔκολα κανείς πώς ὁ ἄνθρωπος στό βάθος του παραμένει ἴδιος καί ἀπαράλλακτος σέ ὅλες τίς ἐποχές.
Ἄς εὐχηθοῦμε, ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ, ὁ ἱερός Ναός νά μᾶς γίνει οἰκεῖος σάν τό δικό μας σπίτι καί ἡ Θεία Λειτουργία κέντρο καί ἄξονας γιά ὅλη μας τήν ζωή. Ἡ τράπεζα τῆς Εὐχαριστίας νά ἀποβεῖ γιά τόν καθένα μας ἡ μόνη «ψυχοτρόφος καί ζωοποιός», κάτι πού ἔχουμε ἀνάγκη περισσότερο ἀπό ὁτιδήποτε ἄλλο στήν ζωή μας.
- Οἱ ναοί, τά πνευματικά μας λιμάνια.
Ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἀπάνεμο και ἀκύμαντο λιμάνι προσφέρει ἀσφάλεια στά ἀραγμένα πλοῖα, ἔτσι καί ὁ Ἱερός ναός σώζει ἀπό τήν τρικυμία τῶν βιοτικῶν μεριμνῶν, ὅσους προστρέχουν σ’ αὐτόν. Ὁ ναός εἶναι ὁ χῶρος συναντήσεως τοῦ Θεοῦ και τοῦ ἀνθρώπου, τό κατ’ ἐξοχήν σχολεῖο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Μόλις περάσεις τό κατώφλι του, αἰσθάνεσαι τή γαλήνη τοῦ Θεοῦ νά πλημμυρίζει τό ἐσωτερικό σου, μία αὔρα πνευματική νά δροσίζει τήν ψυχή σου. Ἡ πνευματική ἡσυχία πού σοῦ ἐμπνέει, σέ κάνει νά ξεχάσεις τίς καθημερινές σου φροντίδες καί νά τίς ἀναθέσεις στόν Θεό. Σέ μεταφέρει σέ ἕναν ἄλλο κόσμο ἤρεμο, γαλήνιο, γεμάτο ἀπό τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τῶν ἁγίων. Σοῦ ὑπενθυμίζει ὅτι τά γήινα εἶναι πρόσκαιρα καί ὅτι ὑπάρχουν ἀλλοῦ τά ἄφθαρτα καί αἰώνια.
Καί ἄν τό κέρδος εἶναι τόσο μεγάλο, ὅταν δέν τελεῖται λατρευτική σύναξη, πόσο μεγαλύτερο εἶναι τό κέρδος ἀπό τήν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας. Σ’ αὐτή οἱ προφῆτες διδάσκουν, οἱ ἀπόστολοι κηρύττουν τό Εὐαγγέλιο, ὁ Χριστός βρίσκεται ἀνάμεσα στούς πιστούς. Ὁ Θεός Πατέρας δέχεται τήν κοινή προσευχή τῶν πιστῶν καί τήν τελούμενη θυσία. Τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπιτελεῖ τά μυστήρια καί παρέχει τή χάρη του στούς πιστούς. Οἱ ἱερεῖς προσεύχονται ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ, δανείζουν τά χέρια τους, τά πόδια τους καί τή φωνή τους γιά τήν τέλεση τῆς θείας λατρείας. Προσφέρουν στόν Θεό τά τίμια δῶρα ὑπό τή μορφή τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, πού τό Ἅγιο Πνεῦμα θά μετατρέψει σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ πρός ἁγιασμό τῶν πιστῶν.
Στόν Ἱερό Ναό συντηρεῖται καί ἀποκαθαίρεται ἡ χαρά ὅσων χαίρονται, παραμυθεῖται ἡ λύπη τῶν πικραμένων καί πενθούντων, διασκεδάζεται ἡ ἀνησυχία τῶν ἀγωνιούντων, παρέχεται ἀνάπαυση στούς κουρασμένους. Λέει ὁ Κύριος σέ ὅλους τους κουρασμένους ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς καί τούς φορτωμένους ἀπό τά κοινωνικά βάρη ἀνθρώπους : «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτιμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς» (Ματθ. ια΄ 28). Τί πιό εὐχάριστο σέ μᾶς ἀπό τήν πρόσκληση αὐτή τοῦ Κυρίου στό συμπόσιό Του. Θά σέ θρέψει μέ τό πανάχραντο σῶμα Του καί τό τίμιο αἷμα Του, θά σέ ἀπαλλάξει ἀπό τίς μέριμνες καί τίς φροντίδες, θά σέ ξαλαφρώσει ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρτημάτων σου. Θά σοῦ χαρίσει μία νέα ζωή καθαρή, χωρίς λύπη, χωρίς τύψεις, ἀλλά μέ τή χαρά «τῆς υἱοθεσίας» Του.
- Γιατί δέν ἐκκλησιαζόμαστε ;
Παρ’ ὅλα αὐτά, λίγοι εἶναι αὐτοί πού ἔρχονται στήν ἐκκλησία τακτικά. Πόσο ἀλήθεια μᾶς λείπει τό φιλότιμο, ἄν σκεφτοῦμε ὅτι οἱ μάρτυρες ἔχυσαν τό αἷμα τους γιά τήν ἀλήθεια καί μεῖς δέν θέλουμε νά θυσιάσουμε λίγο τήν ἄνεσή μας. Ὁ Κύριος πέθανε γιά χάρη μας καί ἐμεῖς Τόν περιφρονοῦμε. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά ἑορτάσουμε μνῆμες ἁγίων καί ἐμεῖς προτιμᾶμε νά μένουμε σπίτι μας. Καί ὅμως, ἀπό φιλότιμο πρέπει νά πᾶμε, νά τιμήσουμε τούς ἁγίους. Γιά νά τούς δοῦμε νά νικοῦν, τόν διάβολο νά νικιέται, τόν Θεό νά δοξάζεται καί τήν Ἐκκλησία νά θριαμβεύει.
Μιά πρώτη πρόφαση πού προβάλλουν κάποιοι εἶναι: «Εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί δέν τολμοῦμε νά ἀντικρίσουμε τούς ἁγίους». Μά ἀκριβῶς, ἐπειδή εἶσαι ἁμαρτωλός, ἔλα ἐδῶ γιά νά γίνεις δίκαιος. Ἤ μήπως νομίζεις ὅτι καί αὐτοί πού στέκονται μπροστά στό ἱερό θυσιαστήριο, οἱ ἱερεῖς, εἶναι ἀναμάρτητοι; Ὁ Θεός τά οἰκονόμησε ἔτσι, ὥστε καί οἱ ἱερεῖς νά ἔχουν κάποια πάθη, ὥστε νά κατανοοῦν τήν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί νά συγχωροῦν τούς μετανοοῦντας πιστούς.
Μία ἄλλη, ἐπίσης, λογικοφανής πρόφαση εἶναι: «Ἀφοῦ δέν τήρησα ὅσα ἄκουσα στήν Ἐκκλησία, πῶς μπορῶ νά ἔρθω πάλι;» Καί ἡ ἀπάντηση εἶναι βέβαια: «Ἔλα νά ξανακούσεις τόν Θεῖο Λόγο. Καί προσπάθησε τώρα νά τόν ἐφαρμόσεις». Ἀλήθεια, πές μου, ἄν βάλεις φάρμακο πάνω στό τραῦμα σου καί δέν ἐπουλωθεῖ σέ μία μέρα, δέν θά ξαναβάλεις καί τήν ἑπομένη; Κάνε καί σύ τώρα τό ἴδιο γιά τά τραύματα τῆς ψυχῆς σου.
Ἀλλά θά μοῦ πεῖς, σ’ ἐμποδίζουν νά ἐκκλησιαστεῖς ἡ κούραση, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνέχεια καί ἡ ἀνάγκη νά ἐργαστεῖς. Ὅμως καί αὐτή ἡ πρόφαση δέν εἶναι εὔλογη. Ἀπό τίς ἑπτά ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος, ἔχεις ἔξι μέρες νά ἐργασθεῖς. Μία μόνο σοῦ ζητάει ὁ Θεός νά τοῦ δώσεις καί συγχρόνως νά ξεκουραστεῖς. Εἶναι γεγονός ὅτι ἡ συνεχής, χωρίς διαλείμματα ἐργασία, φθείρει τήν ὑγεία γρήγορα. Ἀλλά, γιατί μιλᾶμε γιά ὁλόκληρη ἡμέρα; Ἡ χήρα του Εὐαγγελίου ἐπαινέθηκε ἀπό τόν Χριστό, γιατί ἔδωσε γιά ἐλεημοσύνη δύο λεπτά ἀπό τό ὑστέρημά της καί πῆρε πολλή χάρη ἀπό τόν Θεό. Δώρισε καί ἐσύ δύο ὧρες στόν Θεό πηγαίνοντας στήν Ἐκκλησία καί θά φέρεις στό σπίτι σου κέρδη ἀμέτρητων ἡμερῶν. Ἄν ὅμως περιφρονήσεις τόν Θεό, γνώριζε ὅτι τά κέρδη, πού συγκεντρώνεις μέ τήν ἐργασία τῆς Κυριακῆς, θά σκορπιστοῦν ἀνώφελα.
Μά, καί ἄν ἀκόμα, ἐργαζόμενοι τήν Κυριακή, βρίσκαμε ὁλόκληρο θησαυροφυλάκιο γεμάτο ἀπό χρυσάφι καί ἐξ αἰτίας του ἀπουσιάζαμε ἀπό τόν Ναό, θά ἦταν πολύ μεγαλύτερη ἡ ζημιά μας· και μάλιστα τόσο μεγαλύτερη, ὅσο ἀνώτερα εἶναι τά πνευματικά πράγματα ἀπό τά ὑλικά. Διότι τά ὑλικά πράγματα, ἀκόμα καί ἄν εἶναι πολλά, δέν τά παίρνουμε στήν ἄλλη ζωή. Δέν μεταφέρονται μαζί μας στόν οὐρανό, δέν παρουσιάζονται μπροστά στό φοβερό βῆμα τοῦ Κυρίου. Ἐκτός αὐτοῦ πολλές φορές καί πρίν ἀκόμα πεθάνουμε μᾶς ἐγκαταλείπουν. Ἀντίθετα ὁ πνευματικός θησαυρός, πού ἀποκτοῦμε στήν Ἐκκλησία, εἶναι κτῆμα ἀναφαίρετο καί μᾶς ἀκολουθεῖ παντοῦ.
Ἐδῶ πρέπει νά ἀναφέρουμε πόσο μεγάλη σημασία ἔδινε στήν ἀργία τῆς Κυριακῆς ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Ἔλεγε «πρέπει καί ἠμεῖς νά ἐργαζώμεθα τές ἔξι ἡμέρες διά τοῦτα τά μάταια, τά γήινα καί ψεύτικα πράγματα καί τήν Κυριακήν νά σχολάζωμεν, νά πηγαίνωμεν εἰς τήν ἐκκλησίαν καί νά στοχαζώμασθεν τές ἁμαρτίες μας, τόν θάνατον, τήν Κόλασιν καί τόν Παράδεισον· νά στοχαζώμασθεν τήν ψυχήν μας, ὁπού εἶναι τιμιωτέρα ἀπό ὅλον τόν κόσμον, καί ὄχι νά πολυτρώγωμεν καί νά πολυπίνωμεν, νά κάνωμεν ἁμαρτίες, οὔτε νά ἐργαζώμασθεν καί νά πραγματευώμασθεν καί νά κάνωμεν λισιβερίσια τήν Κυριακήν… Ὅθεν ἀδελφοί μου, διά νά μήν πάθετε κανένα κακόν, μήτε ψυχικά μήτε σωματικά, ἐγώ σᾶς συμβουλεύω νά φυλάγετε τήν Κυριακήν σας, ὡσάν ὁπού εἶναι ἀφιερωμένη εἰς τόν Θεόν… Ἀλλοῦ, ὁ Ἃγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, συμβουλεύει τούς ποιμένες πού ἔχουν πρόβατα, τό γάλα πού ἀρμέγουν τήν Κυριακή νά τό προσφέρουν ἐλεημοσύνη, στήν Ἐκκλησία ἤ στό σχολεῖο.
Μία ἄλλη πρόφαση πού προβάλλεται συνήθως γιά τήν ἀποφυγή τοῦ Ἐκκλησιασμοῦ εἶναι : «Ναί, ἀλλά μπορῶ νά προσευχηθῶ καί στό σπίτι μου». Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι βεβαίως καί μπορεῖς νά προσευχηθεῖς στό σπίτι σου. Ἡ προσευχή ὅμως στήν ἐκκλησία εἶναι ἀνώτερη, διότι ἐκεῖ ὑπάρχουν περισσότερες πνευματικές προϋποθέσεις ἀπό ὅ,τι στό σπίτι σου. Δέν παρακαλεῖς μόνος σου, ἀλλά σέ συμφωνία μέ τούς ἱερεῖς (οἱ ὁποῖοι προΐστανται τῶν ἀκολουθιῶν) καί τούς ἄλλους πιστούς, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν καί ἑνώνουν τίς προσευχές τους μέ τίς δικές σου. Ἀλλά τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι στήν Ἐκκλησία τελεῖται ἡ Θεία Εὐχαριστία καί τά ἄλλα μυστήρια, κατέρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἁγιάζει τούς πιστούς. Ἡ ἀναίμακτη θυσία εἶναι αὐτή, πού τρέφει πνευματικά τούς πιστούς, τούς θωρακίζει ἀπό τίς δαιμονικές προσβολές, τούς ἐνώνει ὀργανικά μέ τόν Χριστό καί μεταξύ τους. Ἡ ἀτομική προσευχή ἔχει ἀξία καί πιάνει τόπο, ὅταν ὁ πιστός μένει συνδεδεμένος μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία διά τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Διαφορετικά, ἄν μείνει μόνος του, ξεκομμένος ἀπό τήν κοινή λατρεία καί τά μυστήρια, εἶναι δυνατόν νά τόν πλανήσει ὁ διάβολος.
Ἡ δύναμη τῆς κοινῆς προσευχῆς εἶναι πολύ μεγάλη καί συνοδεύεται ἀπό θαυμαστά γεγονότα. Παράδειγμα, ὅπως διαβάζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (Πράξ. ε΄ 19) ἡ θερμή προσευχή τῆς Ἐκκλησίας προκάλεσε τήν ἐπέμβαση τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔστειλε τόν ἄγγελό του νά ἀπελευθερώσει θαυματουργικά τόν ἁλυσοδεμένο Πέτρο μέσα ἀπό τη φυλακή.
Αφήστε μια απάντηση