Β΄ Στάση Χαιρετισμών.
«Χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων
.
Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ σατανᾶ, ποὺ ἐγκωμιάζουν τὸ διάβολο καὶ τοὺς αἰσχροὺς ἔρωτες κι ἀκούγονται σὲ διάφορα κέντρα ἢ μεταδίδονται ἀπὸ ῥαδιόφωνα καὶ τηλεοράσεις, καὶ τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ψάλλονται στοὺς ναοὺς ἀπὸ τοὺς ψάλτες καὶ τοὺς ἱερεῖς μας.
Ἕνα ἀπὸ τὰ ὡραιότερα τραγούδια τῆς Ἐκκλησίας μας εἶνε οἱ Χαιρετισμοὶ τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου ἢ Ἀκάθιστος ὕμνος. Αὐτὸς ὁ ὕμνος ψάλλεται σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ στὴ Σερβία καὶ στὴ Βουλγαρία καὶ στὴ Ῥουμανία καὶ στὴ Ῥωσία, καὶ παντοῦ σ᾿ ὅλη τὴ γῆ ὅπου ὑπάρχουν ὀρθόδοξοι, ἀπὸ τὴν Αὐστραλία ὣς τὴν Ἀμερική.
Ψάλλονται οἱ Χαιρετισμοὶ καὶ δάκρυα τρέχουν ἀπὸ τὰ μάτια.
Ποιό εἶνε τὸ ἱστορικὸ τοῦ Ἀκαθίστου ὕμνου; Ἐψάλη γιὰ πρώτη φορὰ πρὶν 14 αἰῶνες, τὸ 626 μ.Χ., ἐκεῖ στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, στὴν Κωσταντινούπολι. Βάρβαροι πολιόρκησαν τότε στενὰ τὴν Πόλι ἀπὸ ξηρὰ καὶ ἀπὸ θάλασσα. Βέβαιοι ὅτι θὰ νικήσουν, ἀπειλοῦσαν τοὺς κατοίκους τῆς Πόλεως, ὅτι μόνο ἂν γίνουν πουλιὰ γιὰ νὰ πετάξουν στὸν ἀέρα ἢ ψάρια γιὰ νὰ κολυμπήσουν στὴ θάλασσα θὰ σωθοῦν.
Ὑπερήφανα λόγια. Ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ δὲν ἔχασαν τὸ θάῤῥος τους. Ἐνῷ οἱ λίγοι ἄντρες ἐμάχοντο στὰ τείχη, τὰ γυναικόπαιδα ἦταν στὴν ἐκκλησία καὶ παρακαλοῦσαν τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο. Καὶ ἡ Παναγία ἔκανε τὸ θαῦμα της. Τὸ λέει ἡ ἱστορία. Τὴ νύχτα στὴ θάλασσα τοῦ Βοσπόρου φύσηξε ἄνεμος δυνατός, σήκωσε κύματα, καὶ ὅλα τὰ καράβια τῶν ἐχθρῶν πνίγηκαν.
Οἱ βάρβαροι τόσο πολὺ φοβήθηκαν, ὥστε ἔλυσαν τὴν πολιορκία καὶ ἔφυγαν. Ὅταν οἱ Χριστιανοὶ εἶδαν μὲ τὰ μάτια τους τὸ θαῦμα αὐτό, μαζεύτηκαν ὅλοι στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, ἔκαναν δοξολογία, καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔψαλαν τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια…» καὶ ὅλο τὸν ὕμνο ὄρθιοι, ἐξ οὗ καὶ Ἀ-κάθιστος.
Ὁ Ἀκάθιστος ὕμνος ἔχει 144 «Χαῖρε». Τὰ «Χαῖρε» αὐτὰ είναι μαργαριτάρια, διαμάντια, ἀνεκτίμητα πετράδια τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας· ἀξίζουν παραπάνω ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο. Νὰ τὰ ἑρμηνεύσουμε ὅλα; Χρειάζεται ὥρα πολλή. Γι᾿ αὐτό, ἀπ᾿ ὅλα τὰ «Χαῖρε», θὰ ἑρμηνεύσουμε συντόμως ἕνα, αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε στὴν ἀρχή. Στρέφεται ὁ ποιητὴς πρὸς τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο καὶ λέει· «Χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων» ).
Θὰ προσπαθήσω νὰ μιλήσω ἁπλᾶ, ὥστε νὰ μὲ καταλάβῃ καὶ ὁ πλέον ὀλιγογράμματο
«Χαῖρε», λέει, «αὐλὴ λογικῶν προβάτων». Τί σημαίνουν τὰ λόγια αὐτά; Ὁ ποιητὴς ποὺ ἔκανε τὸν Ἀκάθιστο ὕμνο μιλάει ἐδῶ γιὰ «πρόβατα», ποὺ ἀσφαλῶς ἔχουν τσοπᾶνο, μιλάει καὶ γιὰ «αὐλή», μαντρί. Ἂς τὰ δοῦμε αὐτά.
Πρῶτα τὰ πρόβατα. Τὰ πρόβατα εἶνε δύο εἰδῶν. Είναι κατ᾿ ἀρχὴν πρόβατα φυσικά, αὐτὰ ποὺ ξέρουμε ὅλοι. Τὰ πρόβατα διακρίνονται ἀπὸ τὰ ἄλλα ζῷα μὲ τρία γνωρίσματα ποὺ ἔχουν. Τὸ πρῶτο γνώρισμά τους· είναι ἥμερα. Δὲν ἀγριεύουν σὲ κανένα, δὲν ἐπιτίθενται. Δὲν ἔχουν δόντια σὰν τοῦ λύκου νὰ δαγκώνουν. Δὲν ἔχουν κέρατα σὰν τῶν βοδιῶν νὰ τρυποῦν καὶ νὰ ξεσχίζουν. Δὲν ἔχουν νύχια σὰν τῆς γάτας νὰ πληγώνουν. Είναι ἄκακα καὶ ἥσυχα. Ἰδίως τὰ μικρὰ ἀρνάκια είναι χαριτωμένα. Τὰ παιδιὰ τ᾿ ἀγαποῦν κι ὅταν ἔρχεται ἡ ὥρα νὰ σφάξουν τὸ ἀρνάκι, παρακαλοῦν τὸν πατέρα νὰ μὴν τὸ σφάξει. Είναι ζῷα ἀγαπητά, πολὺ προσφιλῆ. Ἀκόμα, τὸ πρόβατο είναι ὠφέλιμο, τὸ ὠφελιμώτερο σως ζῷο. Δίνει τὸ γάλα του, ποὺ γίνεται τυρὶ καὶ βούτυρο· δίνει τὸ κρέας του, ποὺ γίνεται ἐκλεκτὸ φαγητό· Τὸ πρόβατο είναι ὅλο χρήσιμο. Ἀκόμα, τὸ πρόβατο εἶνε ὑπάκουο. Ἀκολουθεῖ τὸν τσοπᾶνο· ὅπου πάει ἐκεῖνος πάει κι αὐτό. Ὅταν τὸ φωνάζῃ, τρέχει καὶ πάει κοντά του, καὶ δὲ᾿ φεύγει ἀπὸ τὸν τσοπᾶνο. Γι᾿ αὐτὸ ὁ τσοπᾶνος γνωρίζει ἕνα πρὸς ἕνα τὰ πρόβατά του.
Ἀλλ᾿ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ φυσικὰ ὑπάρχουν καὶ τὰ λογικὰ πρόβατα, οἱ Χριστιανοί, ποὺ πρέπει κι αὐτοὶ νὰ ἔχουν ἀνάλογα γνωρίσματα. Πρῶτον· ὅπως τὸ πρόβατο εἶνε ἥμερο, ἔτσι κι ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶνε ἥσυχος, εἰρηνικός· ν᾿ ἀποφεύγῃ ὅσο τὸ δυνατόν φιλονικίες, καυγᾶδες, πολέμους καὶ μάχες· νὰ εἰρηνεύουν οἱ Χριστιανοὶ μεταξύ τους. Ἰδίως οἱ Χριστιανὲς γυναῖκες πρέπει μέσα στὸ σπίτι νὰ διατηροῦν τὴ γαλήνη καὶ ἠρεμία, ποὺ ἀναπαύει τοὺς συζύγους καὶ τὰ παιδιά τους καὶ τὸ ἐκτιμοῦν ἰδιαιτέρως. Δεύτερον· ὅπως τὰ πρόβατα είναι ὠφέλιμα, ἔτσι οἱ Χριστιανοὶ πρέπει νά ᾿νε ἀγαθοεργοί, νὰ προσφέρουν πάντα τὸ καλὸ στὴν κοινωνία. Χριστιανὸς ποὺ δὲν ἔχει καλὰ ἔργα εἶνε σὰν τὸ στέρφο πρόβατο. Καὶ τρίτον· ὅπως τὸ πρόβατο ὑπακούει στὸν τσοπᾶνο του, ἔτσι κι ὁ Χριστιανὸς πρέπει νὰ ὑπακούῃ. Ὁ μαθητὴς στὸ δάσκαλο, τὸ παιδὶ στὸν πατέρα, ἡ γυναίκα στὸ σύζυγο, ὁ πολίτης στοὺς νόμους καὶ τὶς ἀρχές, καὶ ὁ Χριστιανὸς νὰ ὑπακούῃ στοὺς ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας του.
Εἴπαμε γιὰ τὰ πρόβατα, ἂς ποῦμε τώρα γιὰ τὸν τσοπᾶνο. Ὁ τσοπᾶνος, ποὺ βόσκει τὰ πρόβατα, τὰ ἀγαπάει. Πρὸς χάριν τους σηκώνεται νύχτα· τὰ ὁδηγεῖ σὲ χλοερὰ λιβάδια νὰ βροῦν τροφὴ καὶ σὲ δροσερὰ νερὰ γιὰ νὰ πιοῦν. Ὅταν χαθῇ κανένα πρόβατο, τὸ ἀναζητεῖ. Κι ὅταν αρρωστήσει, τὸ φροντίζει ἰδιαιτέρως. Ὁ καλὸς ποιμένας περιποιεῖται τὰ πρόβατά του καὶ τὰ προστατεύει ἀπὸ κάθε κίνδυνο.
Ὅπως λοιπὸν ὑπάρχει τσοπᾶνος στὰ πρόβατα, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία ὑπάρχει καλὸς ποιμένας. Είναι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Χριστὸς ἀγαπάει τὰ πρόβατά του σὰν τὸ βοσκὸ κι ἀκόμη παραπάνω. Γιατὶ κανένας βοσκὸς δὲν θυσιάζεται γιὰ τὰ πρόβατά του, ἀλλὰ τοὐναντίον τὰ ἐκμεταλλεύονται καὶ τὰ σφάζουν τὰ πρόβατα γιὰ νὰ βγάλουν τὸ ψωμί τους. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς θυσίασε καὶ αὐτὴ τὴ ζωή του καὶ ἔδωσε τὸ τίμιό του αἷμα πάνω στὸ σταυρό, γιὰ νὰ δώσῃ ζωὴ στὰ πρόβατά του, ζωὴ ἀνωτέρα καὶ αἰωνία, καὶ νὰ σώσῃ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία τὰ λογικά του πρόβατα.
Σᾶς μίλησα γιὰ τὰ πρόβατα, σᾶς μίλησα γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ πρέπει νά ᾿νε σὰν τὰ πρόβατα, σᾶς μίλησα γιὰ τὸν τσοπᾶνο καὶ γιὰ τὸν καλὸν Ποιμένα. Τώρα θὰ σᾶς πῶ καὶ γιὰ τὸ μαντρί, τὴν «αὐλὴ» τῶν προβάτων. Τὰ πρόβατα τὴ νύχτα μαζεύονται στὸ μαντρί. Ἐκεῖ είναι ἀσφαλισμένα. Ἔρχεται ὁ λύκος, ἀλλὰ δὲν τολμᾷ νὰ πλησιάσῃ, γιατὶ ὑπάρχουν τσοπανόσκυλα ποὺ γαυγίζουν ὅλη νύχτα· μέσα στὸ μαντρὶ ὑπάρχει προστασία καὶ ἀσφάλεια.
Ὅπως λοιπὸν τὰ πρόβατα ἔχουνε μαντρί, ἔτσι κ᾿ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, τὰ πρόβατα τοῦ Χριστοῦ, ἔχουμε μαντρί. Ποιό είναι τὸ μαντρί μας; Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας. Ὅσοι εἶνε μέσα στὴν Ἐκκλησία, ἔχουν προστασία, ἀσφάλεια, ἀνάπαυσι, εἰρήνη, κάθε καλό. Τὸ πρόβατο ἔξω ἀπὸ τὴ μάντρα τὸ τρώει ὁ λύκος· κι ὅταν κάποιος ξεμακραίνῃ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, μένῃ μακριὰ ἀπὸ τὴ λειτουργία καὶ τὴ διδαχή, μακριὰ ἀπὸ τὴν προσευχὴ καὶ τὰ μυστήρια, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι καὶ τὴ θεία κοινωνία, μακριὰ ἀπὸ τὸ ἀντίδωρο καὶ τὶς ἄλλες εὐλογίες τῆς Ἐκκλησίας, τὸν Χριστιανὸ αὐτὸν θὰ τὸν φάῃ ὁ μεγάλος λύκος, δηλαδὴ ὁ σατανᾶς, καὶ οἱ ἄλλοι λύκοι, δηλαδὴ οἱ ἄπιστοι καὶ ἄθεοι καὶ πρὸ παντὸς οἱ πλανεμένοι αἱρετικοί (λ.χ. οἱ ψευδομάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ καὶ ἄλλες αἱρέσεις)
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ ἐξηγώντας τὸν χαιρετισμὸ πρὸς τὴν Παναγία «Χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων». Διότι «αὐλή», εiπαμε, είναι ἡ Ἐκκλησία· καὶ ἡ Παναγία, ἡ μητέρα τοῦ καλοῦ Ποιμένος, βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς Ἐκκλησίας· ἡ ἀγκάλη της, ποὺ κρατεῖ τὸ Χριστό, δέχεται καὶ κάθε πιστό· ἔτσι ταυτίζεται μὲ τὴ μάνδρα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἕνας ὕμνος τῆς Παρακλητικῆς λέει· «Πρόβατόν εἰμι τῆς λογικῆς σου ποίμνης καὶ πρὸς σὲ καταφεύγω, τὸν Ποιμένα τὸν καλόν· ζήτησόν με τὸν πλανηθέντα, ὁ Θεός, καὶ ἐλέησόν με»
Μακάρι νὰ εμαστε πρόβατα, καὶ νὰ μὴ μοιάζουμε μὲ κατσίκια, «ἐρίφια» ποὺ λέει ὁ Χριστός. Γιατὶ μερικοὶ είναι σὰν τὰ κατσίκια, ποὺ τρέχουν δεξιὰ κι ἀριστερά, ἀνεβαίνουν σὲ βράχους, είναι ἄτακτοι καὶ ἀνήμεροι. Ὄχι λοιπὸν κατσίκια, ἀλλὰ πρόβατα· πρᾶοι, ταπεινοί, ἥσυχοι, εὐεργετικοί, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ καλοῦ Ποιμένος, τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ πάντων τῶν ἁγίων· ἀμήν.
Αφήστε μια απάντηση