ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ
Σήμερα ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός πῆγε στήν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ ἦταν μία κολυμβήθρα, μία μεγάλη δεξαμενή, μέ ἁγίασμα. Στό ὁποῖο «κάτα καιρόν», ὅποτε ἤθελε ὁ Θεός κατέβαινε ἕνας ἄγγελος καί ἀνετάρασσε τό νερό. Καί ὅποιος ἔμπαινε πρῶτος μέσα σ’ αὐτό τό νερό, γινόταν καλά, ἀπό ὅτι νόσημα καί ἄν εἶχε. Σ’ αὐτή λοιπόν τήν κολυμβήθρα, μέ τό ἁγίασμα, εἶχε πάει καί περίμενε νά θεραπευθεῖ μαζί μέ ὅλους τούς ἄλλους καί ἕνας παράλυτος. Καί ἔμενε ἐκεῖ περιμένοντας τριάντα ὀκτώ χρόνια. Περίμενε. Περίμενε. Τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια. Περίμενε… Γιατί; Γιατί ἀπό τήν δεξαμενή αὐτή μέ τό ἁγίασμα, δέν εἶχε περάσει ἀκόμη ὁ Χριστός. Ὅπου δέν ἔχει περάσει ὁ Χριστός, ὅπου ὁ Χριστός δέν εἶναι παρών, ὅπου ὁ Χριστός δέν εἶναι κοντά, εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά περιμένομε. Ἀλλά ὅταν ὁ Χριστός ἔλθη, δέν χρειάζεται πιά νά περιμένομε τίποτε. Γιατί ὁ Χριστός ὅταν ἔρχεται, ἔρχεται πάντοτε γεμάτος ἀπό χάρη καί εὐσπλαγχνία, ἀγάπη, ἔλεος, θεραπεία καί ὅλα τά καλά καί πλούσια ἐλέη του καί τούς οἰκτιρμούς του. Πῆγε λοιπόν ὁ Χριστός σ’ αὐτή τήν κολυμβήθρα καί εἶδε τόν παράλυτο πού περίμενε τριανταοκτώ χρόνια. Δέν ἦταν ὁ μοναδικός, οὔτε τό μόνο ἀξιοθέατο. Γιατί ὅπως λένε οἱ ἀρχαιολόγοι, αὐτή ἡ δεξαμενή ἦταν ἕνα μεγαλειῶδες κατασκεύασμα, εἶχε πέντε στοές μέ κολῶνες, ἦταν δηλαδή ἕνα μεγαλοπρεπέστατο κτίριο. Ὅταν πήγαινε ἐκεῖ κανείς χάζευε, κυριολεκτικά. Καί ἐκεῖ «κατέκειτο πλῆθος πολύ ἀσθενούντων». Ἄνθρωποι πολλοί. Τό μάτι τοῦ Χριστοῦ ἔπιασε ἐκεῖνον πού ἔπρεπε. Ἐκεῖνον πού «κατέκειτο» καί περίμενε, τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια. Τί μᾶς λέγει αὐτό τό γεγονός ἀδελφοί; Μᾶς λέγει ὅτι καί αὐτή τήν στιγμή ὁ Χριστός ἔρχεται ἀνάμεσά μας. Κατά τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας εἶναι ἀνάμεσά μας, ὄχι μόνο πνευματικά ἀλλά καί σωματικά, γιατί τώρα πού ἔχει εὐλογηθεῖ ὁ ἅγιος Ἄρτος καί ὁ οἶνος καί ἔχουν γίνει τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός εἶναι παρών ἀνάμεσά μας. Καί σωματικά, ὅπως ἦταν στήν ἀγκαλιά τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ὑμῶν Θεοτόκου καί ὅπως ἦταν ἀνάμεσα στούς ἁγίους του μαθητές καί ἀποστόλους. Καί ὅπως τότε ἔβλεπε τόν παράλυτο καί καρφώθηκε τό μάτι του γεμᾶτο ἀπό ἀγάπη καί ἀπό εὐσπλαγχνία ἀπάνω του, ἔτσι καί τώρα εἶναι ἀνάμεσά μας καί τό μάτι του μᾶς βλέπει. Βλέπει, ὄχι τά ἔξω μόνο, βλέπει καί τά ἔσω. Βλέπει τό βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Βλέπει σέ τί πνευματική κατάσταση βρισκόμαστε. Τί ἔχομε μέσα μας. Τί αἰσθήματα, τί φρόνημα, τί πόθους. Λέει στή συνέχεια τό ἅγιο Εὐαγγέλιο: Τόν εἶδε ὁ Χριστός τόν παράλυτο. Καί ὄχι μόνο τόν εἶδε, γιά τό παρόν, ὅπως ἦταν, ἀλλά εἶδε καί τό παρελθόν. «Καί ἔγνω ὁ Ἰησοῦς», ὁ παντογνώστης καί πάνσοφος Θεός, «ὅτι πολύν χρόνον ἔχει ἐν τῇ ἀσθενείᾳ» του ἐκεῖ στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Ἀλλά ὁ Χριστός δέν βλέπει μόνον ἐκείνους. Καί ἐμᾶς μᾶς βλέπει. Γιατί ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή, τά μάτια Του εἶναι φωτεινότερα χίλιες φορές περισσότερο ἀπό τόν ἥλιο. Καί δέν διασκορπίζουν μόνο τά σκοτάδια τά φυσικά, ἀλλά διασκορπίζουν καί τά σκοτάδια τά πνευματικά. Βλέπει καί τό παρόν καί τό παρελθόν καί τό μέλλον. Ἀλλά ὁ Χριστός πού εἶναι τώρα ἀνάμεσά μας τί θά δεῖ; Θά δεῖ τό ἑξῆς παρελθόν μας: Κάποια φορά εἴμαστε παιδάκια. Καί μᾶς μάθαιναν ὁ πατέρας μας καί ἡ μητέρα μας, νά κάνομε τόν Σταυρό μας. Νά λέμε μέ εὐλάβεια τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Μᾶς μάθαιναν ἀκόμη διάφορες προσευχές καί μᾶς παρακινοῦσαν σέ καλά ἔργα. Καί μᾶς φύτευαν τόν πόθο νά ἔχομε καθαρή καρδιά. Μᾶς πῆραν λοιπόν οἱ γονεῖς μας ἀπό τό χέρι καί μᾶς ἔμαθαν ὅλα αὐτά. Καί ὅσο εἴμαστε μικρότεροι, ἡ καρδιά μας καθαρή ἀπό ἁμαρτίες καί ἀπό κακές ἐπιθυμίες, ἦταν γεμάτη ἀπό εἰλικρίνεια καί ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Ἀλλά ἐπέρασαν τά χρόνια καί ἡ καρδιά ἄρχισε νά μολύνεται. Καί ὅταν ἡ καρδιά μολύνεται, τότε ἀδελφοί μου τό ξέρετε ὅτι τόν ἄνθρωπο τόν πιάνει ἀνορεξιά νά κάνει προσευχή, νά διαβάσει τό Εὐαγγέλιο, νά ἀκούσει συμβουλές πνευματικές καί περισσότερο ἀκόμα νά πάει στήν Ἐκκλησία. Νά σταθεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία καί νά ἀτενίζει τήν ἄχραντη εἰκόνα τοῦ σωτῆρος μας Χριστοῦ. Δέν ἀντέχουν τά μάτια μας, ὅταν δέν ἔχομε καθαρή καρδιά, νά κοιτάζομε τόν Χριστό στό πρόσωπο. Αἰσθανόμαστε ὅτι πρέπει νά τά χαμηλώσομε καί νά κρυφτοῦμε. Καί ὅταν ἡ καρδιά μας εἶναι λιγάκι πιό βαρειά καί πιό ἔνοχη, δέν μᾶς ἀρέσει νά περνᾶμε τήν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας καί νά μπαίνομε μέσα. Καί ὅταν, αὐτά τά αἰσθήματα συσσωρεύονται, φορτώνονται ἐπάνω μας, αἰσθανόμαστε πώς ἔχομε ἕνα βάρος. Αἰσθανόμαστε καί καταλαβαίνομε, ὅτι εἴμαστε παράλυτοι πνευματικά. Ἀλλά τί χαρά καί τί καλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτή τήν κατάσταση θυμηθεῖ ὅτι ὁ Χριστός τόν βλέπει. Καί ἀρχίσει νά ψάχνει τήν καρδιά του καί νά ποθεῖ νά τήν κάνει νά εἶναι εὐάρεστη καί εὐχάριστη ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ. Καί τί φοβερό ὅταν ὄντας σ’ αὐτή τήν κατάσταση, προσπαθεῖ ἁπλῶς νά κρυφτεῖ ἀπό τόν Χριστό. Ὅπως πῆγε νά κρυφτεῖ καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, ὅταν μετά τήν ἁμαρτία, ὅταν παρέβηκαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἄκουσαν τήν φωνή του πού φώναζε: «Ἀδάμ, Ἀδάμ ποῦ εἶσαι;» Καί ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα πῆγαν καί τρύπωσαν μέσα στούς θάμνους, γιά νά μήν τούς δεῖ. Γιατί ἦταν γυμνοί. Ἀπό τί ἦταν γυμνοί; Ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Ὅποιος ἄνθρωπος βρίσκεται σ’ αὐτή τήν κατάσταση, δέν θέλει νά πάει στήν Ἐκκλησία, δέν θέλει νά κάνει προσευχή, δέν θέλει νά θυμᾶται τόν Χριστό… Καί ξέρετε; Ὅταν ἕναν ἄνθρωπο δέν θέλομε νά τόν βλέπομε μπροστά μας, γεμίζει καί τό στόμα μας καί ἡ καρδιά μας κακία ἀπέναντί του καί τόν κακολογοῦμε. Ἐνῶ ἐμεῖς φταῖμε· τόν κακολογοῦμε. Κατά τόν ἴδιο τρόπο ὅποιος ἀφήνει τήν καρδιά του καί μολύνεται, ἀρχίζει καί κακολογεῖ τόν σωτήρα Χριστό, ἐκεῖνον πού σταυρώθηκε γιά μᾶς. Τόν ἐλεήμονα καί φιλάνθρωπο. Καί αὐτός μέν γεμάτος ἀπό δαιμονικό φρόνημα, καμαρώνει· πού τό κάνει αὐτό. Ἀλλά οἱ ἅγιοι ἄγγελοι, πού ξέρουν τί σημασία ἔχει τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ, ἀκούγοντάς τον τρέμουν. Ναί. Οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ὅταν βλέπουν τέτοια πράγματα τρέμουν, τρέμουν. Μᾶς τό λέει ἡ Ἁγία Γραφή: Ὅταν οἱ ἄγγελοι εἶδαν τόν Χριστό σταυρωμένο καί τούς Ἑβραίους ἀπό κάτω νά τόν κοροϊδεύουν, γι’ αὐτό πού ἔπρεπε νά τόν προσκυνοῦν, «ἐκ τοῦ φόβου ἐσαλεύτηκαν». Γιατί δέν ἔπρεπε οὔτε νά τολμοῦν νά σηκώσουν τό κεφάλι τους κατά πάνω, μέχρι πού νά Τοῦ ποῦν χίλιες φορές, δέκα χιλιάδες φορές, ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τους, «σέ εὐχαριστοῦμε, γιατί γιά μᾶς τούς ἀνθρώπους καί διά τήν ἡμετέραν σωτηρίαν, ἦλθες στόν κόσμο, ἔγινες ἄνθρωπος καί σταυρώθηκες γιά μᾶς…» Ἀλλά ἀντί νά κάνουν τέτοια πράγματα τόν κορόιδευαν. Καί οἱ ἄγγελοι, βλέποντας τους ἐφοβήθηκαν τόσο πολύ πού ἄρχισαν νά τρέμουν. Οἱ ἄγγελοι τρέμουν. Καί ἐμεῖς; Ἐμεῖς οἱ ἁμαρτωλοί, ἔπρεπε περισσότερο νά τρέμομε καί νά ἀναζητοῦμε τό ἔλεος καί τήν χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί νά στεκόμαστε μπροστά του καί νά τοῦ λέμε: «Ἄνοιξε τά μάτια σου Χριστέ μου, βύθισέ τα στήν καρδιά μου. Ξύπνα μου τήν συνείδηση. Πές μου τί πρέπει νά κάνω γιά νά διορθωθῶ, νά γίνω εὐάρεστος ἐνώπιόν σου». Γιατί ὁ Χριστός, βλέπει καί ποιός εἶσαι καί τί εἶσαι καί ποῦ εἶσαι καί τί σκέπτεσαι καί ποῦ σκοπεύεις νά πᾶς. Ὅλα τά βλέπει ὁ Χριστός. Καί ὁ Χριστός ἤξερε αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου τοῦ παραλυτικοῦ τήν ἀποτυχία. Ἤξερε ὅτι ἦταν τριάντα ὀκτώ ὁλόκληρα χρόνια ἐκεῖ πέρα καί περίμενε. Γιά φαντασθεῖτε. Ἦταν παράλυτος. Καί κάθε βδομάδα, ἄς ποῦμε, πήγαινε μία φορά ὁ ἄγγελος καί ἀνακάτευε τό νερό. Καί ἦταν ἄνθρωποι πολλοί πού εἶχαν καί φίλους καί συγγενεῖς. Ἅρπαζαν λοιπόν τόν ἄρρωστό τους καί τόν πέταγαν μέσα. Ἤ οἱ σβέλτοι, ἔμπαιναν πρῶτοι μέσα. Καί αὐτοί ἐγίνοντο καλά. Καί αὐτός, ὅσο νά καταλάβει ὅτι τό νερό ταράζεται, καί νά κουνηθεῖ, πάθαινε τήν ψυχρολουσία τῆς ἀπογοητεύσεως. Ἔβλεπε ἄλλον, νά εἶναι κιόλας μέσα. Καί τότε, ἐνῶ εἶχε κοπιάσει γιά νά ἀνασηκωθεῖ, ἔπεφτε κάτω καί ἔλεγε: «Θεέ μου, καί τώρα πιά μιά βδομάδα, ἕνα μήνα, ὁ Θεός ξέρει πόσο, ὑπομονή». Γιατί δέν ἦταν ὥρα καί στιγμή συγκεκριμένη πού ἀνακάτευε ὁ ἄγγελος τό νερό. Ὅποτε ἤθελε πήγαινε. Γιατί; Γιά νά μᾶς διδάξει ὁ Θεός ὅτι πρέπει νά εἴμαστε πάντοτε ἕτοιμοι. Καί πάντοτε ἄγρυπνοι. Καί ὁ παράλυτος, ἦταν πάντοτε ἀπογοητευμένος…Πολλές φορές δοκιμάζομε καί ἐμεῖς ἀνάλογες ἀπογοητεύσεις. Δέν λέμε τώρα γιά τίς ἀπογοητεύσεις πού δοκιμάζομε στή ζωή μας ὅταν κάτι δέν πάει καλά μέ τίς «ἐπιτυχίες» μας, τίς καλλιέργειές μας, τό ἐμπόριό μας, τίς δουλειές μας, τήν ἀποκατάσταση τῶν παιδιῶν μας κτλ. Λέμε μόνο γιά τίς ἀποτυχίες στήν πνευματική μας ζωή. Βλέπομε ἕναν ἄλλο ἄνθρωπο… Πηγαίνει τακτικά στήν Ἐκκλησία. Ἐξομολογεῖται. Κοινωνεῖ. Εἶναι γεμάτος χαρά, εἶναι γεμάτος εἰρήνη. Καί τόν βλέπεις καί ἀστράφτει τό πρόσωπό του. Τό ξέρεις καί τό καταλαβαίνεις ὅτι αὐτός πηγαίνει γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί μετρᾶς καμιά φορά καί λές: «Ἐκεῖνος; ὁπωσδήποτε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ· καί ἐκείνη; ὁπωσδήποτε. Ἐγώ, γιατί δέν τά καταφέρνω; Γιατί μένω; Γιατί κάθομαι;» Καί δέν μπορεῖς νά βρεῖς τήν αἰτία. Λέει ὁ Χριστός: Σήμερα εἶναι ἡ ὥρα. Μήν κάθεσαι. Κινήσου. Κάνε κάτι. Πῶς μᾶς τό λέει; Πῆγε, εἶδε καί κατάλαβε γιά τόν παράλυτο αὐτό ὅτι εἶναι τριανταοχτώ χρόνια, σ’ αὐτή τήν τραγική κατάσταση τῆς ὑπομονῆς καί τῆς ἀναμονῆς. Καί τόν ἐρώτησε: Θέλεις νά γίνεις καλά; Ἐρώτημα: Γιατί τόν ἐρώτησε; Δέν τό ἤξερε ὅτι θέλει νά γίνει καλά; Τό ὅτι στεκόταν ἐκεῖ, δέν τό μαρτυρεῖ, ὅτι θέλει νά γίνει καλά; Γιατί τόν ρωτάει; Τόν ρωτάει, γιά νά τοῦ ξυπνήσει μέσα του τήν συναίσθηση τοῦ τρόπου μέ τόν ὁποῖο θά γίνει καλά. Γιατί μπροστά του εἶναι ὁ Χριστός. Καί δέν πρέπει πιά νά περιμένει. Ἀλλά τί πρέπει νά κάνει; Νά τοῦ τό ζητήσει νά γίνει καλά. Βλέπετε; Δέν τοῦ εἶπε ὁ Χριστός «Θέλεις φάρμακο; Θέλεις ἔνεση; Θέλεις ἐξέταση;», ὅπως κάνουν οἱ γιατροί. Ποιός ἄνθρωπος εἶναι πού θέλει φάρμακο; Τίνος ἀνθρώπου ἀρέσουν οἱ ἐνέσεις; Ποιός θέλει νά τρέχει σέ γιατρούς; Γιατί πᾶμε στό γιατρό; Γιατί παίρνομε τό φάρμακο; Γιατί κάνομε τήν ἔνεση; Γιά νά γίνομε καλά. Ὁ Χριστός ἀπευθείας λοιπόν ρωτάει: Θέλεις νά γίνεις καλά;
Νά λοιπόν ἕνα ἐρώτημα πού μᾶς ἀφορᾶ ὅλους. Εἶσαι στήν Ἐκκλησία. Ἔκατσες στό στασίδι σου. Ἔρχεσαι κάθε Κυριακή στήν Ἐκκλησία. Κάνεις καί τόν Σταυρό σου. Ὅταν ἔρχεται ἡ Σαρακοστή νηστεύεις. Καί σκέφτεσαι ὅτι πρέπει νά πᾶς νά κοινωνήσεις καί νά ἐξομολογηθεῖς. Ὅμως, ἔχεις βάλλει βαθειά μέσα στήν καρδιά σου, τό ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ πού λέει: «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι; Θέλεις νά γίνεις καλά;» Γιατί παίρνεις τό φάρμακο; Γιατί κάνεις τήν ἔνεση; Γιατί πᾶς στό γιατρό; Γιατί κάνεις ἐξέταση; Τυπικά τά κάνεις; Μπαίνεις καί βγαίνεις μέσα στήν Ἐκκλησία καί τά κάνεις ὅλα αὐτά παθητικά, ὅπως ἀνοίγει ἡ πόρτα, χωρίς νά ἔχει καμία συναίσθηση; Κανένα πνευματικό βάθος; Ἦταν κάποτε τρία ἀδέλφια. Καί οἱ τρεῖς ἦταν καλοί ἄνθρωποι. Εἶχαν πάρει καλές ἀρχές ἀπό τούς γονεῖς τους. Προχωροῦσαν πολύ καλά. Χωρίς νά κάνουν ποτέ κανένα κακό. Καί στήν Ἐκκλησία πήγαιναν. Ἀλλά πήγαιναν μέ ἕνα τρόπο παθητικό. Δέν ἤξεραν καλά-καλά γιατί πηγαίνουν. Μέσα ἡ καρδιά τους ἦταν κρύα. Καί περίμεναν, ἐπειδή εἶχαν πιά γεράσει νά πεθάνουν. Ἄν τύχαινε νά τούς ρωτήσει κανείς: Καλά, κάποτε θά πεθάνομε· καί μετά; Μετά τί γίνεται;Ξέρω κι ἐγώ; ἀπαντοῦσαν. Στόν Παράδεισο θά πᾶτε ἤ στήν κόλαση θά πᾶτε; Ξέρω καί ἐγώ; Καλά, δέν ξέρεις. Καί ἔτσι τό λές, μέ τέτοια ἁπλότητα, καί τόσο παθητικά; Εἴτε στήν κόλαση πᾶς, εἴτε στόν Παράδεισο πᾶς ἔτσι τό βλέπεις κρύα; Δέν σέ ἐνοχλεῖ ἡ σκέψη αὐτή; Δέν σέ προβληματίζει; Ὄχι ἀδελφοί. Δέν εἶναι αὐτός ὁ σωστός τρόπος. Ὁ σωστός τρόπος εἶναι νά ποῦμε: «Ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι ταπεινοί καί ἁμαρτωλοί. Καί πρέπει τί νά κάνομε; Νά ἑνωθοῦμε μέ τόν σωτήρα Χριστό». Εἶπε ὁ Χριστός: Ὅποιος προσπαθεῖ νά ἑνωθεῖ μέ ἐμένα, ἑνώνομαι καί ἐγώ μαζί του. Καί ὅποιος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό εἶναι ἤδη στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Θά ἀρχίσει ἀπό τώρα καί ἐκεῖ θά εἶναι γιά πάντα. Δέν θά τελειώσει ποτέ. Αμήν
Αφήστε μια απάντηση